Connect with us

Ποιήματα

Οδυσσέας Ελύτης: Ο Παράδεισος είναι δικαίωμα.

Published

on

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας

Ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία.

Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας.

Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου, για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.

Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος.

Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα, που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου.

Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια, ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία.

Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή.

Ήταν ένα δικαίωμα.

Οδυσσέας Ελύτης

What’s your Reaction?
+1
3
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας

Ποιήματα

Στην Αγάπη ξέρω να μπαίνω Σαν Πανσέληνος, Οδυσσέας Ελύτης

Published

on

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας

Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;

Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»

Μια στον αέρα μια στη μουσική,

εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω

κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.

Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.

Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;

Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ’ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;

Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

What’s your Reaction?
+1
0
+1
1
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας
Continue Reading

Ποιήματα

Οδυσσέας Ελύτης: Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε

Published

on

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας

Και όμως.. Στο σκοτάδι της δύσκολης εποχής που ζούμε ένας στίχος μπορεί να φυσήξει μέσα μας σαν δροσερό μελτέμι.

Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα με τον δικό του τρόπο.

Ένας ποιητής που άφησε πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά, διαχρονική μέχρι και σήμερα.

Ο σπουδαίος μας ποιητής ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα.

Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης και ξεχωρίζει για την ευγένεια, την καθαρότητα και την διαφάνεια του λόγου του που χαϊδεύει την ψυχή και την τροφοδοτεί με ελπίδα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή. Να πατήσει γερά στις αξίες, να δυναμώσει την «ελληνική» ψυχή και να εμφυσήσει το όραμα…

Οδυσσέας Ελύτης: Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε..

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.. γράφει ο Ελύτης στο ποίημα του “Μαρία Νεφέλη”.

Ένα ποίημα που δημοσιεύθηκε το 1978 ένα χρόνο πριν από την βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ποιητική συλλογή διαρθρώνεται σε τρία μέρη και έχει μορφή διαλογική, στήνοντας μια υπερφυσική συνομιλία ανάμεσα στη Μαρία Νεφέλη και τον Αντιφωνητή, που δανείζει τη φωνή του στον ίδιο τον ποιητή. Πλασμένη από το υπερβατικό υλικό των περισσότερων γυναικείων μορφών που κατοικούν την ποίηση του Ελύτη, η Μαρία Νεφέλη προσωποποιεί την αιώνια δυνατότητα του κόσμου να αποδράσει από τον εαυτό του προς μία νέα διάφανη πραγματικότητα. Επιστρέφοντας στον λυρισμό και τον αισθησιασμό των πρώτων χρόνων ο Ελύτης συμπυκνώνει εδώ, όπως και σε όλα τα έργα της όψιμής περιόδου του, εκείνη την ποιητική ιδέα που αντιλαμβανόταν ως μία μεταφυσική του φωτός.

Ακολουθούν μερικές φράσεις και αποσπάσματα από το Μαρία Νεφέλη..

Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε.

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γη ποτέ σου
δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.

Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.

Έχει τη μέση της και η άκρη – άκρη.

Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!

Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία.

Όταν ακούς «τάξη», ανθρώπινο κρέας μυρίζει.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.

Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.

Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο.

Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι

“Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις ή όχι
τίποτε

Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι «με γενναιοδωρία» σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για’ να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία

χωρίς λεφτά

γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια
και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.”

Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ

Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις.
Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του
με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του
μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών
πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών.
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων).
Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».
Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης
μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά
στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ
που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν’ ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.
Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό.
Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο

What’s your Reaction?
+1
1
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας
Continue Reading

Ποιήματα

Οδυσσέας Ελύτης: «Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις»

Published

on

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας

Και οι τέσσερις εποχές είναι πανέμορφες. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ο τεράστιος Βιβάλντι έχει γράψει 4 αριστουργήματα για κάθε μια εξ αυτών ή ο Πουσέν τις αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο στον καμβά του.

Ωστόσο, η Άνοιξη, έχει αυτό το κάτι που μας συνεπαίρνει όλους… Που μας φτιάχνει την διάθεση.

Ας υποδεχθούμε λοιπόν την εποχή του χρόνου για την οποία έχουν χυθεί τόνοι μελάνης με λόγια σπουδαίων ανθρώπων αλλά και με τον ανεπανάληπτο Βιβάλντι.

Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους. – Άλφρεντ Τέννυσον

Είναι μια φυσική ανάσταση, μια ιδέα της αθανασίας.

Η άνοιξη δέρνει τη λαχτάρα της ψυχής. – Γεράσιμος Μαρκοράς

Η άνοιξη είναι η νεότητα του έτους και η νεότητα η άνοιξη της ζωής. – Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν

Η άνοιξη είναι μια φυσική ανάπαυση, μια ιδέα της αθανασίας.

Μητέρα είναι η άνοιξη που μας χαρίζει καινούργια βλαστάρια της ζωής. – Σπουρτζεόν

Ο χειμώνας είναι μια εγχάραξη, η άνοιξη μια υδατογραφία, το καλοκαίρι μια ελαιογραφία και το φθινόπωρο ένα μωσαϊκό όλων αυτών. – Στάνλεϊ Χόροβιτς

Στο καλύβι μου, αυτή την άνοιξη, δεν υπάρχει τίποτα και υπάρχουν όλα. – Σοντο (Ιαπωνία, 1641-1715)

Την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις. – Ελύτης Οδυσσέας, Εκ του Πλησίον

“Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να` ρθει” Pablo Neruda

“Απροετοίμαστη κι η άνοιξη. Σε κάθε της βήμα κοντοστέκεται, σαστίζει και σωπαίνει” Γιάννης Ρίτσος

“Η άνοιξη είναι ο τρόπος του θεού να πει: «πάμε άλλη μια φορά»” Robert Orben

“Άνοιξη είναι η παιδική ηλικία του έτους.” Alfred Tennyson

“Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη.” Bernard Williams

“Αν το δέντρο δεν είχε ανθοφορία την άνοιξη, μάταια θα ψάχνεις για καρπούς το φθινόπωρο.” Sir Walter Scott

“Αν δεν είχαμε χειμώνα, η άνοιξη δεν θα ήταν τόσο ευχάριστη. Αν κάπου – κάπου δεν είχαμε δυσκολίες, η ευημερία δεν θα μας φαινόταν τόσο καλοδεχούμενη.” Anne Bradstreet

“Κείνο που σου προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη που δεν έφερες.” Οδυσσέας Ελύτης

“Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα ‘ρθουν να τελειώσουν.Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κείνες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.” Τάσος Λειβαδίτης

“Όταν ερχόταν η άνοιξη, ακόμα και αν δεν ήταν ακόμα πραγματική, το μόνο ζήτημα που είχε σημασία ήταν που θα είναι κανείς πιο χαρούμενος. Η μοναδική καταστροφή ήταν οι άνθρωποι και, αν μπορούσες να τους αποφύγεις, οι δυνατότητες ήταν απεριόριστες. Οι άνθρωποι ήταν πάντα αυτοί που έθεταν τα όρια στη χαρά με την εξαίρεση λίγων που ήταν τόσο ευχάριστοι όσο και η άνοιξη.

” Έρνεστ Χέμινγουεϊ

What’s your Reaction?
+1
0
+1
1
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0
+1
0

Μοιραστείτε το με τους φίλους σας
Continue Reading

Trending