Της Τίνας Παπαβασιλείου

Τέρμα, κατεβάσαμε ρολά, σου λέω. Το μαγαζί δε σερβίρει πια. Πήγαινε παραδίπλα, εμείς εδώ το τερματίσαμε και το ορεκτικό και το κυρίως πιάτο και το επιδόρπιο. Χρόνια ολόκληρα μετρήσαμε στην πιάτσα. Πυροτεχνήματα έσκασαν στη μύτη μας και πυροτεχνουργοί στην πόρτα μας, μήπως μας σώσουν κάθε φορά που μας μάζευαν με το κουταλάκι από το πάτωμα.

Φωτιά στα σαββατόβραδα και πάγος στα όνειρά μας.

Και κάθε φορά, εμπρός στον αγώνα και στα άρματα. Να σώσουμε εκείνο το μικρό ψίχουλο αξιοπρέπειας και με σύνθετες διεργασίες να παλέψουμε να πλάσουμε ξανά το ίδιο ζυμάρι. Χωρίς καμία συνταγή. Χωρίς το τσελεμεντέ της γιαγιάς για αγάπη και πετυχημένες σχέσεις.

Κι ύστερα δώσε στο λαό ψωμί, “Μην είσαι μικρόψυχος” και “Μη γενικεύεις”. “Θα έρθουν καλύτερες μέρες” και “Πάντα υπάρχει κάτι καλύτερο”. Και δώσε το τηλέφωνό σου. Και βγες για ένα καφεδάκι. Κι άντε να γνωριστούμε από την αρχή. Κι άντε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον, άντε να φανερώσουμε τη μάσκα που κρύβουμε κάτω από τη μάσκα που φοράμε. Και μετά, η αγάπη μας να είναι ένα σακουλάκι καραμέλες. Με κουφέτο από ζάχαρη κι έρωτα, αλλά με γέμιση πίκρας. Κι ύστερα, να βάζουμε τους εγωισμούς μας να αναμετρηθούν λες κι είμαστε σε εμπόλεμη ζώνη. Κι ύστερα, ξανά πατώματα. Και ξανά, φαράσι και σκούπα, να σύρουμε τα κομμάτια μας κάτω από την κουρελού.

Μας κούρασαν οι έρωτες. Μας ρούφηξαν το μεδούλι και την ενέργεια και μας ξέβρασαν νηστικούς και κουρασμένους στα πιο ωραία μας χρόνια. Ώσπου άρχισαν τα όνειρα να ξεθωριάζουν και ο ρομαντισμός να δείχνει τους κυνόδοντές του. Κι άρχισαν να στάζουν πίκρα και δηλητήριο τα λόγια μας.

Κι ύστερα το μηδέν. Κι ύστερα κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα. 

Εμείς οι κυνικοί, υπήρξαμε πολύ δοτικοί κάποια στιγμή. Πολύ ρομαντικές ψυχές και συνεπαρμένες από τον κρότο της καρδιάς μας κάθε φορά που ράγιζε, κατάλαβες; Όλα τα θυσιάζαμε στο βωμό της αγάπης και πάντα της δίναμε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ώσπου μας ξεπέταξε με ένα ξεροκόμματο μισθό, σαν κάτι κομπάρσους που δεν παίρνει κανείς πρέφα.

Μέχρι που μια μέρα αποφασίσαμε να γίνουμε σκληροί. Να πάψουμε να ταυτιζόμαστε με τα τραγούδια και να παίρνουμε τη ζωή, όπως έρθει. Ακόμα κι αν πρόκειται να σκάσει μύτη αλύγιστη κι αδιαπραγμάτευτη.

Ψηθήκαμε στις σχέσεις και ξεχάσαμε το μάτι αναμμένο.

Γι’ αυτό σου λέω, δε σερβίρουμε αγάπη, πλέον, εδώ, φίλε. Εκτός κι αν θες τη μπριζόλα σου καμμένη και πικρόχολη. Αν έχεις το σθένος, κόπιασε στο μαγαζί μας. Μα για κάθε ενδεχόμενο μην το βυθίσεις πολύ το μαχαίρι. Γιατί στον πυρήνα, πονάμε ακόμα και υποφέρουμε σιωπηλά σαν βότσαλα στο κύμα.

Πηγή