Picture-6-600x306

Της Στεύης Τσούτση.

Είναι εκείνες οι γυναίκες που δεν τις λες και πολύ τυχερές στον έρωτα.
Όχι απόλυτα επειδή δεν έχουν βρει ακόμη εκείνον που θα τις συγκινήσει. Τον ήρωα του παραμυθιού  που έπλασαν από μικρές στη φαντασία τους.
Βλέπετε, στην πορεία της ζωής, αποδεικνύεται πως ατυχία δεν είναι το να μη βρεις Εκείνον. Ατυχία είναι να τον βρεις και να μην είναι όπως τον είχες σκιαγραφήσει τόσα και τόσα χρόνια. Όπως τον ονειρεύτηκες, τον ζωγράφισες, τον πόθησες…
Έρχεται κι εκείνες τον υποδέχονται με όλη τους τη λαχτάρα και την επιθυμία.
Γίνονται οι σύντροφοι που ονειρεύτηκαν κάποτε να είναι: στοργικές, τρυφερές, περιποιητικές. Μητέρες, φίλες και σύντροφοι μαζί. Με κατανόηση κι υπομονή.
Ξεπερνούν τον εαυτό τους στην προσπάθεια να γίνουν όπως τις θέλει.
Και τα καταφέρνουν. Έτσι όπως μόνο μια γυναίκα μπορεί να το κάνει.
Να συμβιβαστεί για χάρη του έρωτα.
Να υποτάξει τους φόβους, τις ανασφάλειες, τις ζήλειες και τα στεγανά της, για να μη νιώσει εκείνος πιεσμένος. Να μην αισθανθεί πως καταπατούνται οι ελευθερίες του, πως στερείται τον αέρα που ανασαίνει.
Πόσος κόπος αλήθεια χρειάζεται για να πετύχουν το ακατόρθωτο: Να κάνουν τον έρωτα τους να νιώσει ελεύθερος μέσα σε μια σχέση.
Και δέχονται πολλά. Υπομένουν, επιμένουν, εθελοτυφλούν. Δαγκώνουν συχνά τα χείλη και σφίγγουν τα δόντια για να μην πουν αυτό που σκέφτονται. Για να αποτρέψουν έναν ενδεχόμενο καυγά, με δεδομένη κατάληξη.
Γκρινιάρες, πιεστικές κι αναίσθητες. Δίχως κατανόηση και υπομονή.
Γνώριμες κατηγορίες που τις κάνουν να γελούν μόνες τους.
«Αχ και να ήξερες αγάπη μου», σκέφτονται…
Αντιλαμβάνονται πως μια σχέση θέλει θυσίες. Θέλει υποχωρήσεις και συμβιβασμούς για να είναι αρμονική. Αλλά θέλει επίσης και δύο. Κι αυτές είναι μόνες.
Δε  ζήτησαν ποτέ πολλά. Λίγα ψίχουλα αγάπης μόνο.
Έναν άνθρωπο που θα νοιαστεί και για αυτές. Να τους πει μια καλημέρα και μια καληνύχτα. Να θελήσει να μάθει πως ήταν η μέρα τους. Να τους πει μια γλυκιά κουβέντα και να τις πάρει μια αγκαλιά όταν τη χρειάζονται. Να σβήσει τους φόβους και τις ανασφάλειες τους, μόνο και μόνο με την τρυφερότητα του.
Πολλά; Ίσως ναι, ίσως όχι.
Μάλλον ναι, αν κρίνουν πως δεν μπορούν να τα βρουν.
Παλεύουν μόνες τους δαίμονες τους και ζουν σε μια σχέση λειψή. Ελπίζοντας…
Πως θα ξημερώσει μια μέρα που ο άλλος θα νοιαστεί αν είναι καλά.
Πως θα νυχτώσει και θα ανοίξει μια ζεστή αγκαλιά στο κρεβάτι να τις δεχτεί.
Όχι απαραίτητα για να καλύψει τις σωματικές τους ανάγκες. Εκείνες, παράπονο δεν έχουν, μια χαρά ικανοποιούνται.
Με τις ψυχολογικές τι γίνεται, δεν ξέρουν. Με την ανάγκη μιας παλάμης που θα πιάσει δήθεν τυχαία τη δική τους στο δρόμο. Και θα την κρατήσει. Αμήχανα έστω, μα τρυφερά.
Της αγκαλιάς που θα ανοίξει να τις δεχτεί, θα τις κατανοήσει, θα τις ησυχάσει, θα τις νανουρίσει.
Εκείνης της κουβέντας που θα την ακούσουν μια φορά και θα την κουβαλούν μέσα τους για πάντα.
«Σ’ αγαπώ».
«Μου λείπεις».
«Έλα κοντά μου».
«Σε χρειάζομαι».
Μόνες σε σχέση. Φανατικές συλλέκτριες πολύτιμων στιγμών. Λιγοστών…
Μα μάθανε να αρκούνται και στα λίγα.
Στα ψίχουλα που παλεύουν να τα νιώσουν για ψωμί. Μα δε χορταίνουν τα ψίχουλα.
Αγάπη θέλουν. Κι έννοια. Απλή, λιτή, χειροπιαστή. Μόνο για λίγες στιγμές, μέχρι να σηκωθούν από το χώμα που γονάτισαν.
Να πάρουν δυνάμεις και να συνεχίσουν να παλεύουν τα θεριά τους.
Για κάθε εκατό που δίνουν, ζητιανεύουν το ένα. Κι είναι αυτό το ένα, ο τροφοδότης της ελπίδας τους πως όλο αυτό δεν το ζουν μόνες.
Ο εμπνευστής της κάθε νέας δικαιολογίας για τον άλλο.
Εκείνον που έμαθε να παίρνει αλλά φοβάται να δώσει. Αρνείται το δέσιμο με τη δικαιολογία πως είναι έτσι ο χαρακτήρας του.
Μα ο έρωτας αλλάζει μάτια μου τον άνθρωπο. Όστρακο είναι που με τη γλύκα ανοίγει κι ανοίγεται. Εμπιστεύεται, νιώθει και μοιράζεται.
Δάκρυα… Που αυλακώνουν το πρόσωπο και την ψυχή. Απύθμενη μοναξιά και παράπονο. Κι όλο συγνώμες να γεμίζουν τις τσέπες τους.
Γιατί κι εκείνος λυπάται. Δεν είναι κακός. Ταλαίπωρος μόνο, που έμαθε αλλιώς. Έμαθε να κλείνεται για να προστατευτεί.
Σαν κακοποιημένο παιδί που δυσκολεύεται να ανοιχτεί στην αγάπη. Ζορίζεται να πειστεί στη θέα αυτού που του χαρίζεται.
Μα θα έρθει η μέρα. Φωτεινή και ξάστερη. Που εκείνος θα σιγουρευτεί, θα νιώσει και θα χαρίσει απλόχερα. Που το ψίχουλο θα γίνει ψωμί.
Γιατί ο άνδρας θέλει χρόνο.
Και η αγάπη υπομονή …

Πηγή