11892170_10204359767586310_826681898438902512_n

 Της Στεύης Τσούτση.

Μου λες για τις πληγές που κουβαλάς.
Μου λες για τα βράδια που άγρυπνος τριγυρίζεις, όμοια με φάντασμα στο σπίτι.
Μου λες για τις μνήμες που δε σβήνουν. Για τα χάδια που έμειναν ανεξίτηλα πάνω στο κορμί και την ψυχή σου.
Μου λες για την καρδιά που αιμορραγεί ασταμάτητα. Κι ας πέρασε καιρός.
Δεν ξεχνάς λες.
Πονάς, λες.
Θυμάσαι…
Κι ύστερα απλώνεις το χέρι κι αγκαλιάζεις τη γυναίκα σου. Αφού πρώτα σιγουρευτείς για τον όμορφο ύπνο του παιδιού σου, στο διπλανό δωμάτιο.
Κι απομένεις με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι.
Την έφτιαξες τη ζωή σου κι ας σε τρώει το σαράκι.
Κι ας σε κυνηγούν οι δαίμονες της προηγούμενης ζωής που αρνήθηκες ή δεν μπόρεσες να ζήσεις.
Κι ας σε κυνηγώ κι εγώ.
Με λυτά μαλλιά και κλαμένα μάτια να σε κοιτώ, εκεί στην άκρη της κρεβατοκάμαρας.
Αερικό…
Στη γωνία της ζωής σου. Τη σκοτεινή κι αθέατη από όλους. Μα όχι κι από εσένα.
Σε κοιτώ και σε ζυγίζω. Αναμετρώ τις δικές μας στιγμές, τις από καιρό, ολότελα χαμένες.
Και κλαίω για σένα.
Βουβά μα σπαραχτικά.
Πάντα κλαίω.
Που δεν είναι η δική μου μέση που θα πιάσεις για να κοιμηθείς.
Που δεν είναι το δικό μου παιδί, εκείνο που θα ελέγξεις την ανάσα του.
Που δεν είμαι εγώ και δεν είσαι εσύ. Που δεν είμαστε εμείς…
Που χαθήκαμε στου χρόνου τη στροφή. Που αποτύχαμε…
Γιατί;
Αυτό το γιατί κουβαλώ πάνω μου, κατάσαρκα δεμένο. Κι είναι βαρύ. Κυρτώνει την πλάτη μου. Με λυγίζει.
Ένα γιατί για μια ζωή που χάθηκε…
Έφυγες, έφυγα, μα μένουμε εδώ.
Εγώ, στη γωνιά μου να θρηνώ τη μοίρα μου. Να ξεκλέβω ματιές και να πληγώνομαι ολοένα πιο πολύ.
Κι εσύ στη ζεστασιά ενός κρεβατιού που δεν είναι δικό μου, να κοιτάς με το ένα μάτι ό,τι έφτιαξες και με το άλλο, όσα άφησες πίσω.
Και σε πληγώνει το παρελθόν, το ξέρω.
Σε ξέρω, μάτια μου, δεν μπορείς να μου κρυφτείς. Από όλους τους άλλους, ναι. Μα όχι κι από μένα.
Μα θα φύγω.
Γιατί έτσι πρέπει.
Θα γυρίσω την πλάτη και θα φύγω μακριά σου.
Δίχως κλεφτές ματιές.
Και θα σ’αφήσω να ξεχάσεις και να κοιμηθείς.
Δίπλα στην οικογένεια που έφτιαξες και πρέπει να σταθείς κύριος στο πλευρό της.
Ο άνδρας που γνώρισα κι αγάπησα, άτιμος δεν υπήρξε ποτέ.
Κι ούτε τώρα θα γίνει. Δε θα το αφήσω εγώ να συμβεί. Μήτε κι εσύ…
Θα σβήσω τα χνάρια μου, θα σβήσω τη μνήμη μου, θα σβήσω την καρδιά μου.
Δεν ξέρω πως. Μήτε και βρέθηκε κανείς να μου διδάξει τον τρόπο.
Αλλά θα το κάνω μια κι απόφαση σου είναι από καιρό παρμένη.
Κι άργησα, ξέρεις.
Να τη δεχτώ, να την ομολογήσω στον εαυτό μου, να την ουρλιάξω στον καθρέφτη μου.
Μα ήρθε ο καιρός.
Για εκείνους…
Όχι για μας…
Για εκείνους που δε φταίνε τίποτα να σε μοιράζονται με ένα φάντασμα. Μιας αξέχαστης μα αδύναμης αγάπης….
Όσο για μένα, μη με κλαις.
Μονάχα που και που, σαν κάποιο άρωμα σου φέρνει τη μορφή μου, να εύχεσαι να ζω και να ξεχνάω.
Λήθη ευχήσου μου. Κι όλα τα άλλα θα βρουν το δρόμο τους.
Μαζί με αυτά κι εγώ.
Κι όσο για σένα, αγάπησε αυτά που έφτιαξες. Αυτά που επέλεξες να ζήσεις.
Αγάπησε τα και χαρίσου τους. Με όλη σου την καρδιά κι όχι κομμάτια της.
Γιατί έτσι πρέπει.
Κι όπως πρέπει, έτσι θα γίνει…
Όσο για σένα και για μένα;
Είναι αργά, μέσα στον κόσμο αυτό, αγάπη μου…

Πηγή